- Λυδῆς
- Λυδόςa Lydianfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λυδός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Λυδίας. Η περιοχή ονομάστηκε έτσι από αυτόν, ενώ ονομαζόταν μέχρι τότε Μαιονία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, βασίλευε πριν από τη δυναστεία των Ηρακλειδών, ενώ ο Στράβων αναφέρει ότι ο Λ … Dictionary of Greek
Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η … Dictionary of Greek
Λυκία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Εκτεινόταν μεταξύ των σημερινών κόλπων Φετιχιέ και Αντάλια, ενώ συνόρευε με τη Φρυγία και την Καρία. Η περιοχή ήταν ορεινή, κυρίως στο βόρειο τμήμα της (όρη των Σολύμων –σημερινό Ακ… … Dictionary of Greek